- ὀρνιθοβοσκεῖον
- ὀρνῑθο-βοσκεῖον, τό, in Lat. formA ornithoboscion, aviary, poultry-house, Varro RR3.9.2, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορνιθοβοσκείον — ὀρνιθοβοσκεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται πτηνά, πτηνοτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + βοσκεῖον (< βοσκός)] … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek